ἔφεξις

ἔφεξις
ἔφεξις
excuse
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έφεξις — ἔφεξις, ἡ (Α) [επέχω] 1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά;… …   Dictionary of Greek

  • ἐφέξει — ἔφεξις excuse fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐφέξεϊ , ἔφεξις excuse fem dat sg (epic) ἔφεξις excuse fem dat sg (attic ionic) ἐπώχατο fut ind mid 2nd sg ἐπώχατο fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέξεις — ἔφεξις excuse fem nom/voc pl (attic epic) ἔφεξις excuse fem nom/acc pl (attic) ἐπώχατο fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφεξιν — ἔφεξις excuse fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέξεως — ἐφέξεω̆ς , ἔφεξις excuse fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”